- καβαλλάριος
- Επώνυμο δύο στρατηγών του Βυζαντίου.
1. Αλέξιος (13ος αι.). Στρατηγός, ναύαρχος και δομέστικος της τράπεζας του αυτοκράτορα Μιχαήλ H’ Παλαιολόγου (1259-82). Σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον του δεσπότη των Νέων Πατρών, Ιωάννη Αγγέλου Δούκα.
2. Μιχαήλ (13ος αι.). Στρατηγός, σύγχρονος του προηγούμενου και ίσως συγγενής του. Είχε εκστρατεύσει εναντίον του δεσπότη των Νέων Πατρών, Ιωάννη. Ενώ βρισκόταν στη Θεσσαλία, έπεσε σε ενέδρα του άρχοντα κοντά στα Φάρσαλα και κατατροπώθηκε. Ο στρατός του διασκορπίστηκε και ο ίδιος προσπάθησε να διαφύγει. Όμως χτύπησε σε δέντρο και τραυματίστηκε σοβαρά στο στήθος. Μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου λίγο αργότερα πέθανε.
* * *καβαλλάριος, ὁ (AM, Μ και καβαλάριος και καβαλλάρις)ιππέας, έφιπποςμσν.ιππότης.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. caballarius «ιππέας»].
Dictionary of Greek. 2013.